πεσημα

πεσημα
    πέσημα
    -ατος τό
    1) падение
    

(ἐκ δίφρου Eur.)

    θανάσιμον π. Soph. — насильственная смерть, убийство;
    π. δικεῖν Eur. — пасть

    2) гибель
    

(ἀνδρῶν πεσήματα Aesch.)

    3) упавшее
    

τὸ οὐρανοῦ π. Eur. — упавшее с неба, т.е. палладий;

    πεσήματα νεκρῶν Eur. — мертвецы


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πεσημα" в других словарях:

  • πέσημα — fall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέσημα — τὸ, Α 1. το πέσιμο, η πτώση 2. αυτό που έχει πέσει 3. φρ. «νεκρῶν πεσήματα» τα πτώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αορ. β ἔ πεσ ον τού πίπτω* + κατάλ. ημα (πρβλ. αρίθμ ημα)] …   Dictionary of Greek

  • πέσημ' — πέσημα , πέσημα fall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεσήμασι — πέσημα fall neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεσήμασιν — πέσημα fall neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεσήματα — πέσημα fall neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεσήματι — πέσημα fall neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεσήματος — πέσημα fall neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεσήματ' — πεσήματα , πέσημα fall neut nom/voc/acc pl πεσήματι , πέσημα fall neut dat sg πεσήματε , πέσημα fall neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»